πανσθενουργός

πανσθενουργός
-όν, Μ
αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα, παντοδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανσθενής + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • πανσθενουργόφωτος — ον, Μ αυτός που φωτίζει με μεγάλη δύναμη («πανσθενουργόφωτον ἄφθιτον σέλας», Δαμασκ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσθενουργός + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. ετερό φωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”